- πρέσβευμα
- πρέσβ-ευμα, ατος, τό,A ambassador, in pl.,
πρεσβεύματ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια E.Supp.173
, cf. Rh.936; collectively, the embassy, Plu. Tim.9; but, embassies, missions, Id.2.541e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρεσβεύματ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια E.Supp.173
, cf. Rh.936; collectively, the embassy, Plu. Tim.9; but, embassies, missions, Id.2.541e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρέσβευμα — ambassador neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβευμα — ατος, τὸ, Α [πρεσβεύω] 1. πρεσβευτής 2. (με περιληπτ. σημ.) πρεσβεία 3. αποστολή πρέσβεων … Dictionary of Greek
πρεσβεύμασι — πρέσβευμα ambassador neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβεύμαθ' — πρεσβεύματα , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc pl πρεσβεύματι , πρέσβευμα ambassador neut dat sg πρεσβεύματε , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβεύματ' — πρεσβεύματα , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc pl πρεσβεύματι , πρέσβευμα ambassador neut dat sg πρεσβεύματε , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβος — εος, τὸ, Α (ποιητ. τ.) πρέσβευμα*. σεβαστό αντικείμενο (α. «βασίλεια γῡ ναι, πρέσβος Πέρσαις» β. «πρέσβος Αργείων τόδε» σεβαστή εκκλησία, συνέλευση τών Αργείων, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πρέσβυς, κατά τα: κράτος, κῦδος] … Dictionary of Greek